Η παρακάτω συνέντευξη αναδημοσιεύεται από το δεύτερο τεύχος του UNFOLLOW. Την πήρε ο Θύμιος Καλαμούκης από τον Ελληνικό Λαό. Απολαύστε τη συνέχεια!

………………….

Τον βρήκαμε καθισμένο σε ένα παγκάκι της πλατείας Συντάγματος, φορούσε σκούρο μπλε κοστούμι, αθλητικά παπούτσια και στο κεφάλι είχε ένα ψάθινο καπέλο, σε στυλ Σοφίας Λόρεν. Κρατούσε στο ένα χέρι μια γάτα που τη βοηθούσε να φάει ένα ποντίκι, το οποίο μόλις είχε αρπάξει η ίδια από έναν υπόνομο. Με το άλλο χέρι τής κρατούσε το μισοφαγωμένο ποντίκι. Του θέσαμε μερικές ερωτήσεις και δέχτηκε πρόθυμα να μας απαντήσει. Σας παρουσιάζουμε την πρώτη συνέντευξη του Ελληνικού Λαού.

Πότε γεννήθηκες;

«Τυπικώς πριν από χιλιάδες χρόνια, από άγνωστο πατέρα και άγνωστη μητέρα. Με γέννησαν και με παράτησαν στην άκρη ενός γκρεμού, που μετά από χρόνια τού δώσανε και όνομα. Ελλάδα. Από τότε το δίλημμα μου είναι να πέσω ή να μην πέσω και νομίζω ότι παίζω τον αναποφάσιστο πολύ καλά.»

Ούτε αυτό δεν έχεις αποφασίσει; Αν θα πέσεις ή όχι από τον γκρεμό;

«Εγώ το έχω αποφασίσει. Ο γκρεμός δεν το έχει, κι αυτό με προβληματίζει.»

Τι δουλειά κάνεις;

«Τις ελεύθερες ώρες μου είμαι ευκολόπιστος, ενώ για να συμπληρώσω το εισόδημα μου τα απογεύματα δουλεύω και λίγο ως αφελής. Τα Σαββατοκύριακα κάνω και λίγο τον νταή.»

Tα βγάζεις πέρα;

«Τα βγάζω μέρα και τα βάζω νύχτα. Τα καταφέρνω. Λίγο από δω, λίγο από κει, επιβιώνω σαν λαός. Δεν είμαι και Σουηδός, αλλά κουτσοπερνάω.»

Δεν είναι κουραστικό αυτό;

«Ποιο; Το να κουτσοπερνάω;»

Το να επιβιώνεις.

«Πιο κουραστικό είναι το να αποβιώνεις. Μου έχει τύχει πεντέξι φορές. Απεβίωσα, αλλά μετά συνήλθα. Πολύ εξαντλητικό.»

Πώς έγινε;

«Με σώσανε κάποιοι ξένοι. Ας είναι καλά, όπου κι αν βρίσκονται τώρα.

Καλούργα ξενιτιά… »(γέλια)

Μόνος σου δεν μπορούσες να σωθείς;

«Δεν ξέρω, δεν δοκίμασα. Βαριόμουνα, έχει καλό καιρό εδώ και σε πιάνει βαρεμάρα. Είχα πιει και κάτι μπίρες. Το έχω παρατηρήσει, όποτε αποφασίσω να σωθώ μόνος μου, όλο κάτι γίνεται και στραβώνει το πράγμα. Οπως έλεγε και η νονά μου, «η σωτηρία αναβάλλεται επ’ αόριστον».»

Ποια είναι η νονά σου;

«Η Ελίζαμπεθ Τέυλορ, καλή της ώρα, όπου και να ναι.»

Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, πέθανε πρόσφατα. Δεν το έμαθες;

«Όχι. Δεν ξέρω κάτι. Μάλλον θα έβλεπα άλλο κανάλι. Καημένη Νονά…» (Σε αυτό το σημείο η γάτα σήκωσε το κεφάλι, μας κοίταξε και τους δύο, και αφού ξερογλείφτηκε, συνέχισε με το μισοφαγωμένο ποντίκι.)

Ας πάμε καλύτερα στη σωτηρία σου. Τι θα γίνει, δεν θα σωθείς ποτέ;

«Εφαρμόζω το γνωστό ρητό, «ανέβαλε για τον επόμενο αιώνα αυτό που έπρεπε να είχες κάνει τον προηγούμενο αιώνα». Νομίζω το είχε πει ο Λένιν ή ο Λάρυ Κινγκ, δεν θυμάμαι.»

Από μνημόνιο πώς πας;

«Δόξα τω θεώ, πάρα πολύ καλά. Ποτέ δεν ήμουνα καλύτερα. ‘Eχω τόσο μνημόνιο για να χορτάσουν 10 γενιές. Να βαρυστομαχιάσουν όχι μόνο να χορτάσουν.»

Σου αρέσει το μνημόνιο;

«Όχι. Καθόλου. Αλλά είναι μονόδρομος, τουλάχιστον έτσι μου είπε το Mega και ο ΣΚΑΙ. Πρέπει να κάνω υπομονή και να πληρώνω, μπας και καταφέρω να γλιτώσω τη χρεοκοπία.»

Και πώς είναι δυνατόν να γλιτώσεις τη χρεοκοπία αφού θα πληρώνεις συνεχώς;

«Δεν ξέρω, δεν είμαι καλός στην Αστροφυσική.»

Μα δεν είναι Αστροφυσική.

«Εγώ σαν αστροφυσική τα βλέπω.»

Δεν έχεις σκεφτεί να αντιδράσεις; Εγώ ξέρω ότι αν δεν αρέσει σε κάποιον κάτι, το διώχνει από πάνω του. Μέχρι και ο Χρυσοχοΐδης είπε προχτές ότι, αν ήταν άλλος λαός, θα είχε επαναστατήσει.

«Με είπε ηλίθιο δηλαδή;»

Νομίζω ναι.

«Μου το λένε όλοι. Κι εγώ το σκέφτομαι. Με την πρώτη ευκαιρία λέω να ξεσηκωθώ να τους διώξω όλους. Τώρα καταστρώνω τα σχέδια. Έχω αγοράσει το πρώτο πριόνι.»

Πριόνι; Για ξεσηκωμό πας ή για κλάδεμα;

«Το βρήκα μπροστά μου και είπα να το πάρω. Κάπου θα χρειαστεί, σκέφτηκα. Είμαι αποφασισμένος. Δεν αντέχω άλλο.»

Μήπως είσαι μόνο λόγια;

«Μπα, δεν νομίζω. Από την άλλη… μπορεί. Δεν ξέρεις πόσο μου αρέσουνε τα λόγια. Τρελαίνομαι. Είμαι και λίγο μαλάκας εγώ που με βλέπεις.»

Αρνούμαι να το δεχτώ αυτό για σένα. Δεν σου φαίνεται καθόλου.

«Δεν είναι στο πάνελ και ο Τσώρτσιλ να το διαψεύσει. Άκου που σου λέω. Είμαι λίγο μαλάκας. Με τρελαίνουνε τα λόγια και τα όνειρα. Αφού μπορώ να ζω μόνο με αυτά. Μάλλον, τώρα που το σκέφτομαι, ζω μόνο με αυτά.»

Έχει γίνει κάποιο όνειρο σου πράξη;

«Ναι. Το να σκέφτομαι λίγο, να έχω εξοχικό, γρήγορο αυτοκίνητο και το να τρώω τορτελίνια.»

Μόνο αυτά;

«Και η έγχρωμη τηλεόραση το ’80.»

Είναι όνειρα αυτά για έναν λαό;

«Κέρδισα και στη Eurovision πριν από μερικά χρόνια. Έχω κάνει και δυο φορές Ολυμπιακούς Αγώνες. Επίσης έχω χρεοκοπήσει και πέντ’ έξι φορές, ίσως περισσότερες, δεν θυμάμαι.»

Δεν θυμάσαι τις χρεοκοπίες σου;

«Τι είναι οι χρεοκοπίες για να τις θυμάμαι, διακοπές στη Σαντορίνη;»

Το ενδεχόμενο να επιλέγεις με πιο σοβαρά και ουσιαστικά κριτήρια τη ζωή σου, την αισθητική σου και αυτούς που σε εκπροσωπούν το σκέφτεσαι;

«Εγώ δεν το σκέφτομαι. Το ενδεχόμενο όμως με σκέφτεται. Θέλω παρακίνηση.»

Μα πόση παρακίνηση; Τι άλλο θέλεις να γίνει;

«Περιμένω να πιάσουμε πρωτογενές πλεόνασμα. Μου το έχει τάξει ο Βενιζέλος.»

Τον πίστεψες;

«Πιστεύω κάθε Βενιζέλο.»

Φαντάζομαι και κάθε Παπανδρέου.

«Και κάθε Καραμανλή. Επίσης πιστεύω στα ζώδια και στον θεό. Προσεύχομαι κάθε βράδυ.»

Μα σε ποιο πράγμα;

«Να να μη βγούμε από το ευρώ και για να μην αποφασίσω ν’ αλλάξω. Φοβάμαι τις αλλαγές. Τις φοβάμαι πιο πολύ και από τη σκιά αυτού του δέντρου.»

Τη δική σου τη σκιά τη φοβάσαι;

«Οχι.»

Να κι ένας λαός που δεν φοβάται τη σκιά του.

«Ξέρεις γιατί;»

Γιατί;

«Γιατί εγώ είμαι η σκιά. Τόση ώρα μιλάς με τη σκιά μου. Σ’ την έφερα, μισοφαγωμένο ποντίκι.»